lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: πηδάλιο

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
helm, rudder, wheel
πηδάλιο
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
kormidlo
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ruder, steuer
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
rat, roder, ror, styre
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
rienda, timón
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
gouvernail, rêne, stère, timon
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
timone
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ratt, roder, ror, styre
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
руль, штурвал
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
roder, ror
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
руль, стырно, штурвал
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
tüür
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
peräsin, ruori
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kormilo
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
kormánylapát
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
vairas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
leme, timos
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
кермо, руль, стерно, штурвал
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
ster

Σχετικές λέξεις

πηδάλιο πλοίου, πηδάλιο της εκκλησίας, πηδάλιο αλεξανδρούπολη, πηδάλιο pdf, πηδάλιο εκκλησίας, πηδάλιο κανών θ, πηδάλιο αεροπλάνου, πηδάλιο ορισμός, ιερό πηδάλιο, πρυμναίο πηδάλιο