lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διευθύνω στα δανική

Λέξη:
διευθύνω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (17):
administrere, anføre, beherske, beordre, bestyre, betjene, dirigere, drive, forestå, forvalte, føre, guide, lede, regere, stelle, styre, vejlede
Σχετικές λέξεις:
δανική διευθύνω, διευθύνω συνώνυμο, διευθύνω συνώνυμα, διευθύνω ορχήστρα, διευθύνω οικογένειες λέξεων, διευθύνω ετυμολογια, διευθύνω στα δανική, administrere στα ελληνικά
διευθύνω στα δανική