lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ιδιότητα στα ουκρανικά

Λέξη:
ιδιότητα (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (23):
власність, властивість, володіння, від, делікатес, дзвін, звичай, звичка, майно, майновий, мирський, особливість, подробиця, про, специфіка, споріднення, сфера, фактор, фах, чинник, чинність, штрих, якість
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά ιδιότητα, ιδιότητα του πολίτη και κοινωνική τάξη, ιδιότητα του πολίτη και εκπαίδευση, ιδιότητα του πολίτη, ιδιότητα συνώνυμα, ιδιότητα πολυτέκνου, ιδιότητα στα ουκρανικά, власність στα ελληνικά
ιδιότητα στα ουκρανικά