lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ιδιότητα στα αγγλικά

Λέξη:
ιδιότητα (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (25):
adequacy, advisability, asset, attribute, capacity, competence, competency, demesne, estate, feature, habit, have, having, merit, mode, own, ownership, peculiarity, possession, proper, property, proprietary, propriety, quality, way
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά ιδιότητα, ιδιότητα του πολίτη και κοινωνική τάξη, ιδιότητα του πολίτη και εκπαίδευση, ιδιότητα του πολίτη, ιδιότητα συνώνυμα, ιδιότητα πολυτέκνου, ιδιότητα στα αγγλικά, adequacy στα ελληνικά
ιδιότητα στα αγγλικά