lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ιδιότητα στα νορβηγικά

Λέξη:
ιδιότητα (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (18):
attributt, besitta, besittelse, beskaffenhet, egen, egenart, egendom, egenskap, eie, eiendel, eiendom, eierskap, gård, inneha, karakter, kvalitet, spesialitet, særdrag
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά ιδιότητα, ιδιότητα του πολίτη και κοινωνική τάξη, ιδιότητα του πολίτη και εκπαίδευση, ιδιότητα του πολίτη, ιδιότητα συνώνυμα, ιδιότητα πολυτέκνου, ιδιότητα στα νορβηγικά, attributt στα ελληνικά
ιδιότητα στα νορβηγικά