lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κέικ στα ουκρανικά

Λέξη:
κέικ (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (16):
вставити, вставку, кекс, клей, наклеювати, наклеїти, наліпити, наліплювати, пастила, пиріг, склеювати, склеїти, терпкий, торт, тістечко, тісто
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά κέικ, κέικ χωρίς αυγά, κέικ σοκολάτας, κέικ πορτοκαλιού, κέικ πορτοκάλι, κέικ νηστίσιμο, κέικ στα ουκρανικά, вставити στα ελληνικά
κέικ στα ουκρανικά