lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κέικ στα βουλγαρικά

Λέξη:
κέικ (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-βουλγαρικά
Μεταφράσεις (2):
паста, тесто
Σχετικές λέξεις:
βουλγαρικά κέικ, κέικ χωρίς αυγά, κέικ σοκολάτας, κέικ πορτοκαλιού, κέικ πορτοκάλι, κέικ νηστίσιμο, κέικ στα βουλγαρικά, паста στα ελληνικά
κέικ στα βουλγαρικά