lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κέικ στα πορτογαλικά

Λέξη:
κέικ (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (6):
biscoito, bolo, pastel, massa, pasta, torta
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά κέικ, κέικ χωρίς αυγά, κέικ σοκολάτας, κέικ πορτοκαλιού, κέικ πορτοκάλι, κέικ νηστίσιμο, κέικ στα πορτογαλικά, biscoito στα ελληνικά
κέικ στα πορτογαλικά