lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κορμός στα ουκρανικά

Λέξη:
κορμός (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (14):
багажник, колектив, корпус, орган, організація, потік, пінь, стовбур, торс, труп, туди, тулуб, тіло, фюзеляж
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά κορμός, κορμός συνταγή, κορμός σοκολάτας μωσαϊκό, κορμός σοκολάτας, κορμός παρλιαρος, κορμός νηστίσιμος, κορμός στα ουκρανικά, багажник στα ελληνικά
κορμός στα ουκρανικά