lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μόλυνση στα ουκρανικά

Λέξη:
μόλυνση (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (7):
зараза, інфекція, забруднення, зараження, контамінація, мор, чума
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά μόλυνση, μόλυνση υδάτων, μόλυνση του περιβάλλοντος, μόλυνση του αέρα, μόλυνση στο πρόσωπο, μόλυνση ορισμός, μόλυνση στα ουκρανικά, зараза στα ελληνικά
μόλυνση στα ουκρανικά