lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μόλυνση στα τσεχική

Λέξη:
μόλυνση (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (6):
infekce, nákaza, epidemie, mor, pohroma, nakažení
Σχετικές λέξεις:
τσεχική μόλυνση, μόλυνση υδάτων, μόλυνση του περιβάλλοντος, μόλυνση του αέρα, μόλυνση στο πρόσωπο, μόλυνση ορισμός, μόλυνση στα τσεχική, infekce στα ελληνικά
μόλυνση στα τσεχική