lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μόλυνση στα πορτογαλικά

Λέξη:
μόλυνση (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (5):
infecção, infeccione, infecto, contagio, peste
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά μόλυνση, μόλυνση υδάτων, μόλυνση του περιβάλλοντος, μόλυνση του αέρα, μόλυνση στο πρόσωπο, μόλυνση ορισμός, μόλυνση στα πορτογαλικά, infecção στα ελληνικά
μόλυνση στα πορτογαλικά