lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ντύνω στα ουκρανικά

Λέξη:
ντύνω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (8):
вдягати, вдягти, вкладати, вкласти, інвестувати, інвестуйтеся, одягати, одягніть
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά ντύνω, ντύνω τις κούκλες, ντύνω τις winx, ντύνω την ντόρα, ντύνω την barbie, ντύνω πριγκίπισσες, ντύνω στα ουκρανικά, вдягати στα ελληνικά
ντύνω στα ουκρανικά