lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ντύνω στα τσεχική

Λέξη:
ντύνω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (8):
obléci, oblékat, odít, ošatit, strojit, upravit, vystrojit, vyzdobit
Σχετικές λέξεις:
τσεχική ντύνω, ντύνω τις κούκλες, ντύνω τις winx, ντύνω την ντόρα, ντύνω την barbie, ντύνω πριγκίπισσες, ντύνω στα τσεχική, obléci στα ελληνικά
ντύνω στα τσεχική