lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ντύνω στα ουγγρική

Λέξη:
ντύνω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (4):
felruházni, öltözik, öltöztet, öltöztetni
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική ντύνω, ντύνω τις κούκλες, ντύνω τις winx, ντύνω την ντόρα, ντύνω την barbie, ντύνω πριγκίπισσες, ντύνω στα ουγγρική, felruházni στα ελληνικά
ντύνω στα ουγγρική