lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

παχυσαρκία στα ουκρανικά

Λέξη:
παχυσαρκία (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (18):
амплітуда, амплітудна, амплітудне, амплітудний, гама, гучність, достаток, міцність, недоторканість, обсяг, огрядність, пленум, повнота, спокусіть, суцільність, том, цільність, цілісність
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά παχυσαρκία, παχυσαρκία στην ελλάδα, παχυσαρκία στα παιδιά, παχυσαρκία ορισμός, παχυσαρκία και κατάθλιψη, παχυσαρκία και εγκυμοσύνη, παχυσαρκία στα ουκρανικά, амплітуда στα ελληνικά
παχυσαρκία στα ουκρανικά