lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ραντίζω στα γερμανικά

Λέξη:
ραντίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (10):
begießen, besprengen, bespritzen, gießen, sprengen, spritzen, sprühen, tröpfeln, wässern, übergießen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά ραντίζω, ραντίζω στα γερμανικά, begießen στα ελληνικά
ραντίζω στα γερμανικά