lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ριψοκινδυνεύω στα ουκρανικά

Λέξη:
ριψοκινδυνεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 13)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (1):
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά ριψοκινδυνεύω, ριψοκινδυνεύω στα ουκρανικά, ризикувати στα ελληνικά
ριψοκινδυνεύω στα ουκρανικά