lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ριψοκινδυνεύω στα σουηδικά

Λέξη:
ριψοκινδυνεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 13)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (7):
äventyr, äventyra, chans, fara, lycka, riskera, slump
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά ριψοκινδυνεύω, ριψοκινδυνεύω στα σουηδικά, äventyr στα ελληνικά
ριψοκινδυνεύω στα σουηδικά