lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ριψοκινδυνεύω στα ιταλικά

Λέξη:
ριψοκινδυνεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 13)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (5):
arrischiare, azzardare, probabilità, rischiare, rischio
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά ριψοκινδυνεύω, ριψοκινδυνεύω στα ιταλικά, arrischiare στα ελληνικά
ριψοκινδυνεύω στα ιταλικά