lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: δρομολόγιο

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
itinerary, path, route, run, trajectory, way
δρομολόγιο
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
cesta, dráha, itinerář, jízda, komunikace, linka, silnice, spoj, trasa, trať
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bahn, fahrt, marschroute, route, straße, strecke, trasse, tresse, weg
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
led, linje, rute, veg, vej, vi
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
calle, camino, carretera, itinerario, recorrido, ruta, trayecto, vía
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
chemin, itinéraire, ligne, parcours, route, tracé, traite, trajet, voie
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cammino, itinerario, percorso, rotta, strada, tracciato, via
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
led, linje, rute, veg, vei
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
дорога, маршрут, путь, трасса
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
led, linje, route
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
rrugë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
маршрут, път
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
дарога, краiна, маршрут, траса, шлях
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
tee
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kulkureitti, kulkuväylä, polku, reitti, tie, ura
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
put
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
sugárút, útvonal
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
kelias, maršrutas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cale, caminho, carreteira, estrada, recorrido, rota, senda, trilho, via
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
cesta, pot
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
cesta
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
маршрут, накладна, путь, траса
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
marszruta, trasa

Σχετικές λέξεις

δρομολόγιο μετρό, δρομολόγιο 608, δρομολόγιο οσε, δρομολόγιο 550, δρομολόγιο 040, δρομολόγιο 140, δρομολόγιο τραμ, δρομολόγιο χ93, δρομολόγιο 703, δρομολόγιο λεωφορείων