lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σκοτώνω στα ουκρανικά

Λέξη:
σκοτώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (34):
валіза, вбивати, виконайтеся, встановити, вчинити, вчиняти, гасити, гасіть, геть, далеко, загасити, зайнятися, здати, зробити, класти, мішок, покладати, покласти, поміщений, поставити, потушити, притулити, притуляти, проставити, робити, смерть, ставити, сумка, торба, торбина, тушити, убивати, убити, швабра
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά σκοτώνω, όνειρο σκοτώνω, σκοτώνω συνώνυμο, σκοτώνω συνώνυμα, σκοτώνω στα ιταλικα, σκοτώνω σου λέω για χάρη του έρωτά μας, σκοτώνω στα ουκρανικά, валіза στα ελληνικά
σκοτώνω στα ουκρανικά