lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σκοτώνω στα λευκορωσίας

Λέξη:
σκοτώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (5):
знішчаць, нішчыць, прыбіваць, прыводзіць, прыгнятаць
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας σκοτώνω, όνειρο σκοτώνω, σκοτώνω συνώνυμο, σκοτώνω συνώνυμα, σκοτώνω στα ιταλικα, σκοτώνω σου λέω για χάρη του έρωτά μας, σκοτώνω στα λευκορωσίας, знішчаць στα ελληνικά
σκοτώνω στα λευκορωσίας