lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

στήριγμα στα ουκρανικά

Λέξη:
στήριγμα (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (23):
відпочивати, відпочинок, відпочити, відправити, грати, кронштейн, опора, перерва, посада, посилати, пост, пошта, поштовий, підпертя, підпора, підпору, підпірка, підставка, підтримка, розклеювати, розклеїти, стовп, щогла
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά στήριγμα, στήριγμα ώμου, στήριγμα συνωνυμα, στήριγμα πλάτης, στήριγμα οθόνης υπολογιστή, στήριγμα κουρτίνας μπάνιου γωνιακό, στήριγμα στα ουκρανικά, відпочивати στα ελληνικά
στήριγμα στα ουκρανικά