lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

στόμα στα ουκρανικά

Λέξη:
στόμα (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (14):
вуста, паща, пащу, розтріскатися, розтріскуватися, рот, спускатися, спуститися, спустіться, тріщина, упасти, уста, утроба, хлопець
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά στόμα, στόμα του λύκου, στόμα τησ αλήθειασ, στόμα στεγνό, στόμα σκύλου, στόμα ραψε, στόμα στα ουκρανικά, вуста στα ελληνικά
στόμα στα ουκρανικά