lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

στόμα στα λευκορωσίας

Λέξη:
στόμα (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (7):
рот, выпасці, здохнуць, легчы, паваліцца, упасці, вусны
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας στόμα, στόμα του λύκου, στόμα τησ αλήθειασ, στόμα στεγνό, στόμα σκύλου, στόμα ραψε, στόμα στα λευκορωσίας, рот στα ελληνικά
στόμα στα λευκορωσίας