lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

στόμα στα ιταλικά

Λέξη:
στόμα (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (8):
baciare, bacio, bocca, faccia, fauci, imboccatura, sbocco, sfogo
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά στόμα, στόμα του λύκου, στόμα τησ αλήθειασ, στόμα στεγνό, στόμα σκύλου, στόμα ραψε, στόμα στα ιταλικά, baciare στα ελληνικά
στόμα στα ιταλικά