lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τιμωρώ στα ουκρανικά

Λέξη:
τιμωρώ (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (20):
бийте, дисциплінуйте, карайте, карати, надходити, наставати, настати, обстріляйте, покарайте, покарати, походити, прибувати, прибути, прийти, приходити, приходиться, приїжджати, приїздити, приїхати, штрафуйте
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά τιμωρώ, τιμωρώ συνώνυμο, τιμωρώ ετυμολογία, τιμωρώ στα ουκρανικά, бийте στα ελληνικά
τιμωρώ στα ουκρανικά