lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τριαντάφυλλο στα ουκρανικά

Λέξη:
τριαντάφυλλο (Αριθμός των γραμμάτων: 12)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (9):
рожа, рожевий, роза, ружа, троянда, гвоздика, квітучий, соромливий, трояндовий
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά τριαντάφυλλο, τριαντάφυλλο της νοστιμιάς στη στοά της λέκκα, τριαντάφυλλο της νοστιμιάς, τριαντάφυλλο στο στήθος στίχοι, τριαντάφυλλο στο στήθος, τριαντάφυλλο ονειροκρίτης, τριαντάφυλλο στα ουκρανικά, рожа στα ελληνικά
τριαντάφυλλο στα ουκρανικά