στιφάδο στα αγγλικά στιφάδο στα γερμανικά στιφάδο στα δανική στιφάδο στα ισπανικά στιφάδο στα γαλλικά στιφάδο στα νορβηγικά στιφάδο στα εσθονική στιφάδο στα ουγγρική στιφάδο στα πορτογαλικά στιφάδο στα πολωνική
ικανότητα στα σουηδικά τροφοδοτώ στα αγγλικά περιφέρεια στα ρωσικά φέτα στα πολωνική επιβεβαιώνω στα ιταλικά
τροφοδοτώ συνώνυμα ικανότητα ανταλλαγής κατιόντων φέτα στο φούρνο περιφέρεια νοτίου αιγαίου επιβεβαιώνω λεξικό