lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ψηφίζω στα γερμανικά

Λέξη:
ψηφίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (7):
abstimmen, stimmen, abstimmung, votum, beschließen, verabschieden, verordnen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά ψηφίζω, ψηφίζω ως ετεροδημότης, ψηφίζω χρυσή αυγή, ψηφίζω στο εξωτερικό, ψηφίζω σαν ετεροδημότης, ψηφίζω πρώτη φορά, ψηφίζω στα γερμανικά, abstimmen στα ελληνικά
ψηφίζω στα γερμανικά