lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: πάσσαλος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
perch, pole
πάσσαλος
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
bidlo, tyč, žerď
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
barsch, pfahl, stab, stange
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
stang
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
pértiga, vara
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
gaule, gaulette, jalon, paisseau, perche, rame, échalas
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
palo, pertica
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
stang, steng
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
жердь, окунь, перш, шест
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
stäng, stång
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
шост
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ahven, orsi, salko, seiväs
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
motka
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
bot, horgászbot, karó, pózna, sügér
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
estaca, tranca, vara
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
жердина, окунь, полюс, поляк, стовп, тичина, тичка
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
tyczka

Σχετικές λέξεις

πάσσαλος πασσάλω εκκρούεται, πάσσαλος γαλβανιζέ φ48, πάσσαλος γαλβανίζε για αμπέλι, αμπελουργικός πάσσαλος