lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: παππούς

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
dummy, gaffer, granddad, grandfather, grandpa, grandparent
παππούς
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
děd, dědeček, předchůdce, předek
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
großpapa, großvater, opa
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
bedstefader, farfar, morfar
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
abuelo, antepasado
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
aïeul, casse-noisettes, grand-papa, grand-père
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
nonno
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bestefar, blindemann, farfar, morfar, nøtteknekker
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
дед, дедок, дедушка
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
farfar, morfader, morfar
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gjysh
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
дзед, дзядуля
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
isoisä
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
djed
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
nagyapa, nagypapa
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
senelis
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
abulo, avô
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
ded
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
dedko
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дід, дідуган, дідунь, дідусь, старик
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
dziadek

Σχετικές λέξεις

παππούς ονειροκρίτης, παππούς αριστοφάνης, παππούς ευαγγελίδης, παππούς και το εγγονάκι, παππούς έβαλε φωτιά, παππούς και γιαγιά, παππούς ευαγγελίδης φωτογραφίες, παππούς χατζηφλουρέντζος, παππούσ κλωτσάει τουρίστρια, παππούς δύτης