lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: πλειονότητα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bulk, greater, majority, most, plurality, quorum
πλειονότητα
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
majorita, mnohost, plnoletost, pluralita, velký, většina
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
mehrheit, mehrzahl
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
flertal, majoritet, mestepart, mesteparten
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
mayoría, pluralidad
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
gros, majorat, majorité, pluralité
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
maggioranza
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
flertal, flertall, majoritet, mestepart, mesteparten
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
большинство, множественность
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
flertal, huvuddel, majoritet
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
большасць, пераважна
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
enamus
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
enemmistö
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
većina
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
nagykorúság, többség
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
dauguma
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
maioria, maioridade
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
väčšina
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
більшість, загальність, невизначеність, цінність
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
pełnoletniość, większość

Σχετικές λέξεις

πλειονότητα ή πλειοψηφία, πλειονότητα ορισμός, πλειονότητα συνώνυμο, πλειονότητα συνώνυμα, πλειονότητα λεξικο, πλειονότητα τι σημαινει, πλειονότητα σημαίνει, η πλειονότητα