lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ανεβαίνω στα πολωνική

Λέξη:
ανεβαίνω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (7):
dosiadać, montować, piać, wsiadać, wspinać, wstępować, włazić
Σχετικές λέξεις:
πολωνική ανεβαίνω, ανεβαίνω συνώνυμα, ανεβαίνω στη συκιά, ανεβαίνω στη μηλιά, ανεβαίνω σκαλοπάτια στίχοι, ανεβαίνω σκαλοπάτια, ανεβαίνω στα πολωνική, dosiadać στα ελληνικά
ανεβαίνω στα πολωνική