lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ανεβαίνω στα πορτογαλικά

Λέξη:
ανεβαίνω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (10):
ajustar, armar, ascender, aumentar, entrar, escalada, escalar, ingressar, montar, subir
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά ανεβαίνω, ανεβαίνω συνώνυμα, ανεβαίνω στη συκιά, ανεβαίνω στη μηλιά, ανεβαίνω σκαλοπάτια στίχοι, ανεβαίνω σκαλοπάτια, ανεβαίνω στα πορτογαλικά, ajustar στα ελληνικά
ανεβαίνω στα πορτογαλικά