lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ανεβαίνω στα γερμανικά

Λέξη:
ανεβαίνω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (17):
aufbauen, aufsteigen, aufzusteigen, beitreten, beschreiten, betreten, einsteigen, eintreten, ersteigen, gekräht, hinauf, klettern, klimmen, krähen, montieren, sich, steigen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά ανεβαίνω, ανεβαίνω συνώνυμα, ανεβαίνω στη συκιά, ανεβαίνω στη μηλιά, ανεβαίνω σκαλοπάτια στίχοι, ανεβαίνω σκαλοπάτια, ανεβαίνω στα γερμανικά, aufbauen στα ελληνικά
ανεβαίνω στα γερμανικά