lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

άκαρπος στα ουκρανικά

Λέξη:
άκαρπος (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (21):
безглуздий, безкорисний, безплідний, безсердечний, безцільний, даремний, зайвий, малокорисний, марний, невдалий, недійсний, нездійсненний, некорисний, ненавмисний, неплідний, непотрібний, неродючий, нуль, нікчемний, ніщо, худий
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά άκαρπος, άκαρπος στα ουκρανικά, безглуздий στα ελληνικά
άκαρπος στα ουκρανικά