lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διευθύνω στα πολωνική

Λέξη:
διευθύνω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (4):
administrować, gospodarować, kierować, prowadzić
Σχετικές λέξεις:
πολωνική διευθύνω, διευθύνω συνώνυμο, διευθύνω συνώνυμα, διευθύνω ορχήστρα, διευθύνω οικογένειες λέξεων, διευθύνω ετυμολογια, διευθύνω στα πολωνική, administrować στα ελληνικά
διευθύνω στα πολωνική