lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διευθύνω στα γερμανικά

Λέξη:
διευθύνω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (18):
administrieren, beherrschen, dirigieren, fahren, führen, geführt, gelenkt, handeln, hausen, kontrollieren, leiten, lenken, richten, schicken, steuern, verwalten, wirtschaften, überweisen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά διευθύνω, διευθύνω συνώνυμο, διευθύνω συνώνυμα, διευθύνω ορχήστρα, διευθύνω οικογένειες λέξεων, διευθύνω ετυμολογια, διευθύνω στα γερμανικά, administrieren στα ελληνικά
διευθύνω στα γερμανικά