lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διευθύνω στα πορτογαλικά

Λέξη:
διευθύνω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (18):
administrar, agir, capitanear, conduzir, conduzisse, controlar, dirigir, dominar, encaminhar, gerir, governar, guiar, levar, mandar, manejar, orientar, reagir, reger
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά διευθύνω, διευθύνω συνώνυμο, διευθύνω συνώνυμα, διευθύνω ορχήστρα, διευθύνω οικογένειες λέξεων, διευθύνω ετυμολογια, διευθύνω στα πορτογαλικά, administrar στα ελληνικά
διευθύνω στα πορτογαλικά