lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επισυνάπτω στα ρωσικά

Λέξη:
επισυνάπτω (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (7):
прицеплять, приделать, прикрепить, скрепить, укреплять, привязывать, закрепить
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά επισυνάπτω, επισυνάπτω το βιογραφικό μου σημείωμα, επισυνάπτω συνώνυμο, επισυνάπτω στα γαλλικα, επισυνάπτω σημασία, επισυνάπτω ορισμός, επισυνάπτω στα ρωσικά, прицеплять στα ελληνικά
επισυνάπτω στα ρωσικά