lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

άκαμπτος στα πορτογαλικά

Λέξη:
άκαμπτος (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (11):
consistente, constante, convencido, difícil, duro, empedernido, firme, hirto, rijo, rígido, teso
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά άκαμπτος, άκαμπτος συνώνυμο, άκαμπτος συνώνυμα, άκαμπτος άξονας, άκαμπτος στα πορτογαλικά, consistente στα ελληνικά
άκαμπτος στα πορτογαλικά