lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

άκαμπτος στα δανική

Λέξη:
άκαμπτος (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (13):
besværlig, fast, hård, massiv, rigid, stel, stiv, stram, streng, stærk, svær, syv, vanskelig
Σχετικές λέξεις:
δανική άκαμπτος, άκαμπτος συνώνυμο, άκαμπτος συνώνυμα, άκαμπτος άξονας, άκαμπτος στα δανική, besværlig στα ελληνικά
άκαμπτος στα δανική