lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

άνετος στα πορτογαλικά

Λέξη:
άνετος (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (13):
abusivo, confortável, conveniente, cómodo, desencobrido, desenvolto, desocupado, despejado, franco, fácil, livre, propício, tempestivo
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά άνετος, είμαι άνετος, άνετος συνώνυμα, άνετος στα αγγλικά, άνετος στα πορτογαλικά, abusivo στα ελληνικά
άνετος στα πορτογαλικά