lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βάθρο στα πορτογαλικά

Λέξη:
βάθρο (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (11):
base, causa, chão, fundamento, fundo, pedestal, planta, solo, suporte, terra, urdidores
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά βάθρο, τριγωνομετρικό βάθρο, βάθρο του αγρίππα, βάθρο συνώνυμο, βάθρο ετυμολογία, βάθρο γέφυρας, βάθρο στα πορτογαλικά, base στα ελληνικά
βάθρο στα πορτογαλικά