lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βάθρο στα νορβηγικά

Λέξη:
βάθρο (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (12):
bakgrunn, bas, base, basis, bunn, fundament, grunn, grunnlag, hjemmel, holdepunkt, sokkel, underlag
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά βάθρο, τριγωνομετρικό βάθρο, βάθρο του αγρίππα, βάθρο συνώνυμο, βάθρο ετυμολογία, βάθρο γέφυρας, βάθρο στα νορβηγικά, bakgrunn στα ελληνικά
βάθρο στα νορβηγικά