lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βάθρο στα δανική

Λέξη:
βάθρο (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (11):
bas, base, basis, fundament, grund, grundlag, holdepunkt, jord, land, sokkel, underlag
Σχετικές λέξεις:
δανική βάθρο, τριγωνομετρικό βάθρο, βάθρο του αγρίππα, βάθρο συνώνυμο, βάθρο ετυμολογία, βάθρο γέφυρας, βάθρο στα δανική, bas στα ελληνικά
βάθρο στα δανική