lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βάθρο στα σουηδικά

Λέξη:
βάθρο (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (6):
bas, sockel, basis, fundament, grund, underlag
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά βάθρο, τριγωνομετρικό βάθρο, βάθρο του αγρίππα, βάθρο συνώνυμο, βάθρο ετυμολογία, βάθρο γέφυρας, βάθρο στα σουηδικά, bas στα ελληνικά
βάθρο στα σουηδικά