lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βάθρο στα γερμανικά

Λέξη:
βάθρο (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (18):
anhalt, base, basis, boden, erdboden, erde, fuß, gestell, grund, grundlage, grundlinie, grundzahl, land, prinzip, sockel, stutzpunkt, stützpunkt, untergeschoss
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά βάθρο, τριγωνομετρικό βάθρο, βάθρο του αγρίππα, βάθρο συνώνυμο, βάθρο ετυμολογία, βάθρο γέφυρας, βάθρο στα γερμανικά, anhalt στα ελληνικά
βάθρο στα γερμανικά